- θεουργίας
- θεουργίᾱς , θεουργίαdivine workfem acc plθεουργίᾱς , θεουργίαdivine workfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
боготворениѥ — БОГОТВОРЕНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Божественное деяние, обожествление: се же недостоино весма спроста соудивъ таковаго ||=б҃отворени˫а и бл҃годѣ˫ани˫а при˫ати б҃оненавидiмомъ и ѡмрачномъ (ϑεουργίας) ГА XIII XIV, 62в г; донде же придеши въ свершеньѥ. до… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
MAGIA — I. MAGIA fons Siciliae in agro Syracusano. Item urbs Illyriae. Steph. et alia Carmaniae. Ptol. II. MAGIA triplex Vossio: Primum genus totum est in occultis naturae proprietatibus indagandis, et earum operationibus promovendis; adeoque naturâ… … Hofmann J. Lexicon universale
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek